σεμνοῖσιν

σεμνοῖσιν
σεμνόν
neut dat pl (epic ionic aeolic)
σεμνός
revered
masc/neut dat pl (epic ionic aeolic)
σεμνόω
make solemn
pres part act masc/neut dat pl (doric aeolic)
σεμνόω
make solemn
pres subj act 3rd sg (epic)
σεμνόω
make solemn
pres ind act 3rd pl (aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • διατριβή — η (AM διατριβή) 1. διαμονή, παραμονή σ έναν τόπο 2. απώλεια, κατανάλωση χρόνου, χρονοτριβή, καθυστέρηση, αναβολή 3. ενασχόληση, απασχόληση με κάτι, επίδοση σε κάτι («είναι ανώφελη η διατριβή σ αυτά τα θέματα», «ἀργὸν ποιεῑσθαι ἐπὶ σεμνοῑσιν… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”